ρινοπλαστική

ρινοπλαστική
και ρινοπλαστία, η, Ν
ιατρ. εγχείρηση που συνίσταται στην αποκατάσταση ή την τροποποίηση τής μύτης (α. «επανορθωτική ρινοπλαστική» β. «διορθωτική ρινοπλαστική»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + πλαστική. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιω. Ορλάνδο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρινοπλαστική — η χειρουργική αναμόρφωση μύτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρινοπλαστία — η, Ν ιατρ. η ρινοπλαστική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinoplasty (< ῥίς, ῥινός + πλαστία < πλάσσω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”